Ακρόαση άρθρου......

Αν δοκιμάσουμε να περιγράψουμε τις δραστηριότητες αντοχής, θα παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για μια διαδικασία που περιλαμβάνει την εκτέλεση συνεχών και δυναμικών κινήσεων με τη συμμετοχή όλου του σώματος.

Αυτή τη συνεχή κινητοποίηση μπορούμε να τη συναντάμε σε διάρκεια μεσαίων ή μεγάλων αποστάσεων και σε εντάσεις που αγγίζουν το μέγιστο δυναμικό του οργανισμού.

Μερικές από αυτές τις δραστηριότητες είναι, το τρέξιμο, η ποδηλασία, η κολύμβηση, η κωπηλασία κ.α. (McCormick et al., 2019). Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε τα αθλήματα αυτά (π.χ. αγωνιστικό τρίαθλο) να έχουν μαζική συμμετοχή και να γίνονται εξαιρετικά δημοφιλή.

Το ίδιο συμβαίνει και με μαζικές εκδηλώσεις άσκησης που περιλαμβάνουν αντοχή (π.χ. μαραθώνιοι/αγώνες τρεξίματος) ( Scheerder et al., 2015). Συνήθως σε αυτά τα αθλήματα θα συναντήσουμε συμμετέχοντες που κυμαίνονται από μη αγωνιστικά επίπεδα (αρχαρίους) μέχρι και αθλητές κορυφαίων επιδόσεων (McCormick et al., 2020).

Μία από τις βασικές δυσκολίες, που αντιμετωπίζουν συνήθως όσοι συμμετέχουν σε αθλήματα αντοχής δεν είναι άλλη από τις σκέψεις για σημαντική επιβράδυνση (π.χ. περπάτημα σε ένα δρομικό αγώνισμα) ή διακοπή της δραστηριότητας αντοχής για ένα στιγμιαίο διάλειμμα ή την περίπτωση εγκατάλειψης του αγωνίσματος (Buman, Omli, et al., 2008- Cooper et al., 2020- Meijen et al., 2018- Schüler & Langens, 2007).

Παρόλο που η επιβράδυνση ή η διακοπή μπορεί να φαίνεται μια αναμενόμενη συμπεριφορά αντίδρασης απέναντι στην έντονη προσπάθεια, τον πόνο και τη δυσφορία, συχνά αυτές οι ενέργειες έχουν μια ψυχολογική διάσταση καθώς συμβάινουν ακούσια και είναι ανεπιθύμητες για τα αθλήματα αντοχής (Buman, Brewer, et al., 2008).

Αν ανατρέξουμε στις περιγραφές  συμμετεχόντων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με την σκέψη να επιβραδύνουν ή να σταματήσουν κατά τη διάρκεια μιας δραστηριότητας αντοχής βλέπουμε ότι, πρόκειται εκ των πραγμάτων για μια δυσάρεστη εμπειρία.

Βέβαια η χρήση συγκεκριμένων ψυχολογικών στρατηγικών μπορεί να βοηθήσει ώστε να μπορεί κανείς να αντισταθεί στην επιβράδυνση ή τη διακοπή αλλά και να διατηρήσει υψηλότερο επίπεδο απόδοσης (Buman, Brewer, et al., 2008- Cooper et al., 2020).

Σε αυτό το άρθρο θα εστιάσουμε ειδικά στις ψυχολογικές στρατηγικές που είναι εύκολο να εφαρμόσουν οι αθλητές και βασίζονται σε ψυχολογικές παρεμβάσεις από τον τομέα της αθλητικής ψυχολογίας.

Διακοπή της άσκησης αντοχής, όταν το μυαλό υπερβαίνει τους μυς

Ζητήματα Ηθικής και Δεοντολογίας στην Άσκηση της Ψυχοθεραπείας
Κύκλος Σεμιναρίων για Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας | Γενική είσοδος: 35 ευρώ

Θεματικές Ενότητες: Διπλές σχέσεις θεραπευτή – θεραπευόμενου | Ψυχική ανθεκτικότητα του θεραπευτή | Υπέρβαση – παραβίαση ορίων στην ψυχοθεραπευτική σχέση | Ειδικές προκλήσεις στην ψυχοθεραπεία | Ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας | Διαχείριση εξω-θεραπευτικών πληροφοριών | Διατήρηση και άρση του απορρήτου

Οι ψυχολογικές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν συνήθως την εκπαίδευση σε ψυχολογικές στρατηγικές που μπορούν να ωφελήσουν συμμετέχοντες σε αθλήματα αντοχής (Meijen, 2019).

Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο "ψυχολογικές στρατηγικές", αναφερόμαστε σε μια ψυχολογική τεχνική (όπως η αυτο-ομιλία, ο καθορισμός στόχων κ.α.) ή σε έναν συνδυασμό τεχνικών, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν συστηματικά για να ενισχύσουν ψυχολογικά τον αθλητή βελτιώνοντας τη συγκέντρωση προσοχής ή την αυτοπεποίθηση (Birrer & Morgan, 2010).

Πρώτού όμως αναφερθούμε στις ψυχολογικές τεχνικές που μπορούν να εφαρμοστούν σε δραστηριότητες αντοχής, είναι χρήσιμο πρώτα να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στους  λόγους για τους οποίους  οι αθλητές μπορεί να επιβραδύνουν ή να σταματήσουν από φυσιολογική και ψυχολογική άποψη. Στη φυσιολογία της άσκησης, θεωρείται κατά παράδοση όπως είχαν προτείνει οι Ikai και Steinhaus (1961) ότι ακόμα και οι αθλητές με υψηλά κίνητρα επιβραδύνουν ή σταματούν κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας αντοχής, επειδή το νευρομυϊκό τους σύστημα έχει φτάσει στην κόπωση. Έτσι δεν είναι πλέον σε θέση να παράγει την επιθυμητή ισχύ/ταχύτητα που απαιτείται παρά τη όποια εκούσια μέγιστη προσπάθεια (Allen et al., 2008; Hepple, 2002).

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια,  η υπόθεση αυτή έχει αμφισβητηθεί ανοιχτά με μια σειρά απο μελέτες. Σε αυτές τις μελέτες αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένα σημαντικό νευρομυϊκό και βιοενεργειακό αποθέμα στους αθλητές ακόμα και μετά από εξαντλητική άσκηση αντοχής (Cannon et al., 2016- Marcora & Staiano, 2010- Morales-Alamo et al., 2015- Staiano et al., 2018).

Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτά ακόμη και οι άνθρωποι πού έχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνητρο για επίδοση θα συναντήσουν το "ψυχολογικό τους όριο" προτού φτάσουν στο όριο της σωματικής τους ικανότητας.  

Τι να ΜΗΝ περιμένω από την ψυχοθεραπεία μου;
3ωρο Online βιωματικό εργαστήριο του PSYCHOLOGY.GR

Θεματικές Ενότητες: Τι είναι για μένα η ψυχοθεραπεία, τι περιμένω από αυτήν τη διαδικασία; | Τι περιμένω από τον ψυχοθεραπευτή μου; | Ποια είναι τα όριά της ψυχοθεραπείας; | Πώς αντιλαμβάνομαι αν με ωφελεί ή αν τη χρησιμοποιώ ως άλλοθι για να μένω στην ουσία στάσιμος;

Πρόσφατα, επίσης έχει περιγραφεί ότι άνθρωποι με υψηλά κίνητρα θα σταματήσουν την προσπάθεια όταν αντιληφθούν ότι η προσπάθειά τους έχει φτάσει στο μέγιστο. Είναι το ίδιο φαινόμενο που παρατηρούμε και στην περίπτωση που η συνέχιση της άσκησης αντοχής με μια επιθυμητή και ισχύ-ταχύτητα που έχουμε ορίσει φαίνεται πια αδύνατη σύμφωνα με την αντίληψη του αθλητή (Marcora & Staiano, 2010; Staiano et al., 2018).

Μέσα από αυτές τις έρευνες γίνεται προφανές ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την προσπάθεια εκ των πραγμάτων συμπεριλαμβάνει την ψυχολογική μεταβλητή και αυτό είναι σημαντικό να είναι γνωστό σε αθλητές και προπονητές.

Όπως φαίνεται η ψυχολογική μεταβλητή επηρεάζει αποφάσεις που σχετίζονται με τον ρυθμό και το χρόνο για τον οποίο οι άνθρωποι εκτιμούν οτι μπορούν να διατηρήσουν συγκεντρωμένοι ώστε να συνεχίσουν την άσκηση αντοχής σε μια συγκεκριμένη ένταση

Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την προσπάθεια δεν μπορεί να είναι καθαρά ψυχολογικός μιας και ο ανθρώπινος οργανισμός είναι μια πολυσύνθετη οντότητα.

Οπότε μιλώντας για την ψυχολογική διάσταση δεν σημαίνει ότι αναιρούμε και άλλους παράγοντες επιρροής όπως η σωματική προπόνηση (Ekblom & Goldberg, 1971), η μυϊκή κόπωση (Marcora et al., 2008), οι περιβαλλοντικές συνθήκες (Levine & Buono, 2019), η ψυχική κόπωση (Marcora et al., 2009) και τα διεγερτικά όπως η καφεΐνη (Smirmaul et al., 2017) επηρεάζουν την ικανότητα του ανθρώπου να συνεχίσει την άσκηση αντοχής.

Οι σκέψεις για επιβράδυνση ή διακοπή της προσπάθειας όμως μπορεί να συμβαίνουν ανεξάρτητα από τις φυσιολογικές διεργασίες (π.χ. λόγω πλήξης ή αυτοαμφισβήτησης) και σε αυτή την περίπτωση μπορούν μάλλον να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα με τη χρήση ψυχολογικών στρατηγικών κατάλληλων για την κάθε περίπτωση (Schüler & Langens, 2007).

Οι ψυχολογικές παρεμβάσεις μπορούν και επιδιώκουν να βελτιώσουν τις επιδόσεις αντοχής αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχοντες αντιλαμβάνονται την προσπάθειά τους.

Τελικά, οι ψυχολογικές παρεμβάσεις βοηθούν στην καλύτερη διαχείριση του αισθήματος δυσφορίας και ρυθμίζουν τις αντιδράσεις των αθλητών στις ψυχολογικές δυσκολίες ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις που συνυπάρχουν με τη δραστηριότητα αντοχής (McCormick et al., 2015).

Ξεκινώντας με κατάλληλους στόχους για καλύτερη απόδοση

Οι στόχοι που σχετίζονται με την απόδοση μπορούν να φανούν χρήσιμοι για τη διαμόρφωση της προπόνησης που χρειάζεται για να πετύχει ο αθλητής ένα επιθυμητό επίπεδο αντοχής. Στους στόχους επίδοσης μπορούμε να συμπεριλάβουμε τον καθορισμό των προπονήσεων και τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο θα αξιολογηθούν οι επιδόσεις κ.α. θέματα που σχετίζονται με την επίδοση.

Αυτοί οι στόχοι ωστόσο, μπορεί να φανούν λιγότερο χρήσιμοι για την ημέρα του αγώνα, αφού η υπερβολική εστίαση στους στόχους επίδοσης μπορεί να απομακρύνει την προσοχή μας από τη πρακτική διαδικασία. Μιας και σε έναν αγώνα οι συνθήκες μεταβάλλονται συχνά, είναι χρήσιμο να μην περιορίζεται η προσαρμοστικότητα του αθλητή. Ένα χρήσιμο σημείο εστίας στον αγώνα είναι οι στόχοι που συγκεντρώνουν τον αθλητή στην διαδικασία παρά σε στόχους καλύτερης επίδοσης.

Για παράδειγμα οι καιρικές συνθήκες, όπως οι υψηλές θερμοκρασίες, έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν αρνητικά την επίτευξη των (προπονητικών) στόχων επίδοσης (Markle et al., 2018). Χρειάζεται να προσεγγίσουμε το θέμα με μια πιο ευέλικτη προσέγγιση (Gould, 2010), προτείνοντας στους αθλητές αντοχής να σχεδιάσουν με μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα τους στόχους τους. Στην περίπτωση του θέματος των καιρικών συνθηκών φαίνεται πως είναι χρήσιμο να γίνει αξιολόγηση των συνθηκών της ημέρας του αγώνα ώστε να προσαρμοστούν οι στόχοι επίδοσης που έχουν οριστεί στην προπόνηση.

Με βάση την επίδραση των καιρικών συνθηκών στην απόδοσή τους, οι αθλητές θα μπορούσαν να θέσουν έναν "ιδανικό" στόχο, ο οποίος είναι εφικτός όταν οι συνθήκες της ημέρας είναι τέλειες. Μετά θα μπορούσαμε να θέσουμε ένα στόχο που θα είναι ευχάριστος και θα προσφέρει ικανοποίηση στον αθλητή, για την περίπτωση που οι συνθήκες δεν είναι οι βέλτιστες. Τέλος θα χρειαστεί ένας "αποδεκτός στόχος" (δηλαδή ένα ελάχιστο όριο) για την περίπτωση που οι συνθήκες δεν είναι οι αναμενόμενες (Day, 2019- Markle et al., 2018- Meijen et al., 2017).

Την ημέρα του αγώνα, αυτή η προσαρμοστική διάθεση μπορεί να μειώσει την πίεση και το στρες στην περίπτωση που ο αθλητής φτάσει να αισθάνεται ότι ο πρωταρχικός (ιδανικός) στόχος του απειλείται (Uphill & Jones, 2007). Αυτή η προσέγγιση επίσης μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο των αρνητικών σκέψεων (π.χ. της επιβράδυνσης ή της διακοπής) και των ανασταλτικών συναισθηματικών αντιδράσεων, όπως η απογοήτευση (Gaudreau et al., 2002- Meijen et al., 2017).

Από μια εφαρμοσμένη προοπτική, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι ορισμένοι συμμετέχοντες σε αθλήματα αντοχής μπορεί να δυσκολεύονται να εγκαταλείψουν τους προσωπικούς τους στόχους (Brandstätter et al., 2013) μιας και συμπίπτουν με τους στόχους απόδοσης-επίδοσης και αποτελούν βασικό εργαλείο μέσα από το οποίο έμαθαν οι αθλητές να παρακολουθούν την προπονητική τους πρόοδο.

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να χρησιμοποιούμε "ανοιχτούς στόχους", όπως "ας δουμε πόσο γρήγορα μπορώ να τρέξω 5 χιλιόμετρα" (Swann et al., 2020).

Οι ανοιχτοί στόχοι μπορούν να διευκολύνουν την  κατάσταση δημιουργώντας ευνοϊκές αντιλήψεις για την απόδοση, θέμα που επιβεβαιώνεται και από τον τομέα της φυσικής δραστηριότητας (Hawkins et al., 2020- Swann et al., 2020).

Καθορίζοντας λοιπόν προσαρμόσιμους στόχους μπορούμε  να μετριάσουμε την πίεση για απόδοση και να ωφελήσουμε τα επίπεδα ευεξίας των συμμετεχόντων. Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα σημαντική, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι ο καθορισμός και η προσήλωση σε στόχους που είναι ανέφικτοι οδηγούν σε μειωμένη αίσθηση ευεξίας και δυσφορία (Nicholls et al., 2016).

Η ομάδα του  Beedie et. al (2012) μέσα την έρευνα τους διαπίστωσαν ότι αθλητές  που πληροφορήθηκαν ότι βρίσκονταν μακριά από τον στόχο επίδοση τους, βίωναν δυσάρεστα συναισθήματα και αρνητικές σκέψεις. Αντίθετα, όταν οι ίδιοι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν ότι προηγούνταν του στόχου τους, βίωσαν πιο ευχάριστα συναισθήματα και θετικές σκέψεις.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι αθλητές καταλήγουν σε αποφάσεις για τη δυσκολία που θα αντιμετωπίσουν χωρίς να γνωρίζουν λεπτομέρειες σχετικά με την εξέλιξη της κούρσας και αυτό μπορεί να εντείνει την ανησυχία τους ή να τους επηρεάσει θετικά.  

Με βάση όσα περιγράψαμε παραπάνω σχετικά με τον καθορισμό στόχων στην αντοχή, γίνεται κατανοητό ότι είναι σημαντικό να αποτρέψουμε την αποκλειστική εστίαση σε στόχους αποτελέσματος και επιδόσεων προσφέροντας ευελιξία και προσαρμοστικότητα στους αθλητές.

Στα πλαίσια της προσαρμοστικότητας μπορούμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο και να χωρίσουμε νοητικά έναν αγώνα ή μια μακρά διαδρομή σε τμήματα, μια στρατηγική που περιγράφεται ως “chunking”. Σε αυτήν την περίπτωση οι συμμετέχοντες θέτουν ένα διαφορετικό στόχο διαδικασίας για κάθε τμήμα (Brick et al., 2016- Brick et al., 2019- McCormick et al., 2019).

Επίσης πριν από μια διοργάνωση, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο να γνωρίζετε πράγματα, σχετικά με τη φύση και τη μορφή της διαδρομής, τις καιρικές συνθήκες και, εάν είναι χρήσιμο, τους πιθανούς ανταγωνιστές. Η καλή κατανόηση του προφίλ της διαδρομής θα βοηθήσει στην ανάπτυξη μιας στρατηγικής ρυθμού κατάλληλης για τις απαιτήσεις της διοργάνωσης (Brick et al., 2019). Κατά τη διάρκεια του αγώνα, πέρα από τη γενική προετοιμασία, οι αθλητές είναι χρήσιμο να έχουν προσχεδιάσει μια στρατηγική ρυθμού που ταιριάζει καλύτερα στους στόχους τους και θα είναι εστιασμένη σε στόχους επί της διαδικασίας του αγώνα.

Η παρακολούθηση, η αξιολόγηση και η προσαρμογή του ρυθμού είναι σημαντική για να αποφευχθούν αστοχίες που αυξάνουν τον κίνδυνο σημαντικής επιβράδυνσης ή διακοπής αργότερα στον αγώνα (Brick et al., 2016- Elferink-Gemser & Hettings, 2017). Σε αυτήν την περίπτωση οποίος συμμετέχει σε αθλήματα/αγώνες αντοχής μπορεί να εστιάσει περισσότερο σε έναν στόχο διαδικασίας για τη ρύθμιση του ρυθμού του, κατά τα αρχικά στάδια ενός αγώνα, για να αποφύγει να πάει πολύ γρήγορα.

Οι αστοχίες στην τακτική μπορούν να αποφευχθούν με εξωτερικά μέσα όπως παρακολούθηση του ρυθμού της ταχύτητας, του χρόνου και της απόστασης π.χ. με τη χρήση συσκευών GPS. Επίσης ιδιαίτερα χρήσιμο είναι να εντοπίσουν οι αθλητές συγκεκριμένα γεωγραφικά σημεία ορόσημα που σχετίζονται με μια διαδρομή (πχ. ένα άγαλμα, ένα συγκεκριμένο λόφο).

Η προσέγγιση των στρατηγικών βηματισμού μπορεί να χωριστεί σε δραστηριότητες πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά από ένα γεγονός. Είναι χρήσιμο να υπάρχει ένα σχέδιο για το πως θα διαχειριστεί ο αθλητής το ρυθμό του. Φυσικά ιδιαίτερα σημαντικό είναι το στάδιο αναστοχασμού στο οποίο ο αθλητής ανατρέχει στην εμπειρία του και την αποτελεσματικότητα ή μη του σχεδίου δράσης (Zimmerman, 2000).

Οι δεξιότητες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την ανάπτυξη ικανοτήτων “pacing” σε πλαίσια αντοχής (Brick et al., 2016- Elferink-Gemser & Hettings, 2017).

Mία άλλη ιδιαίτερα σημαντική ψυχολογική διάσταση είναι η παρατήρηση των αισθητηριακών ενδείξεων ανά τακτά χρονικά διαστήματα (π.χ. ρυθμός αναπνοής) που σε ένα αγώνισμα αντοχής κατέχει ιδιαίτερη σημασία καθώς επηρεάζει τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το ρυθμό. Είναι χρήσιμο δηλαδή ο αθλητής να έχει υπόψη του τον αυτόνομο ρυθμός της αναπνοής που εναλλάσσεται κατά τη διάρκεια της προσπάθειας και να δοκιμάζει να προσαρμόζει αντίστοιχα τη ρυθμική κίνηση του σώματος (ποδηλασία, τρέξιμο κ.α.). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει καλή σύνδεση μεταξύ των δύο, αυτό μπορεί να φανεί με τη μορφή σκέψεων ή αυτό-διαλόγου που έχουν περιεχόμενο σχετικό με τη δυσφορία, τη διακοπή ή την επιβράδυνση. Όπως επιβεβαιώνουν οι έρευνες των Brick et al. (2015 /2020) η παρακολούθηση του ρυθμού της αναπνοής μπορεί να είναι μια χρήσιμη στρατηγική για το συντονισμό ρυθμού κίνησης καθώς σχετίζεται με τις σκέψεις επιβράδυνσης ή διακοπής της προσπάθειας.

Τέλος, το συντομότερο δυνατό μετά τον αγώνα, οι αθλητές μπορεί να επιθυμούν να αναπαραστήσουν νοερά τον αγώνα χρησιμοποιώντας ίσως το προφίλ της διαδρομής ή τα δεδομένα εξόδου του GPS τους ως προτροπή. Αυτός είναι ένας σημαντικός τρόπος για την αξιολόγηση του ρυθμού, τον προβληματισμό και την επικαιροποίηση του σχεδιασμού για μελλοντικούς αγώνες αντοχής (Brick et al., 2016- Elferink-Gemser & Hettings, 2017).

Η νοητική αναπαράσταση θα μπορούσε να περιλαμβάνει την ανάκληση των τμημάτων που πήγαν καλά και που δεν πήγαν τόσο καλά. Με αυτό τον τρόπο  μπορούμε επαναφέρουμε στη μνήμη τα συναισθήματα που βιώθηκαν εκείνη τη στιγμή και πως επηρεάστηκε ο βηματισμός, ψυχολογικές τεχνικές (π.χ. αυτο-ομιλία, χαλάρωση).

Το πιο σημαντικό από αυτή τη διαδικασία είναι ότι με την βοήθεια ενός ειδικού στην αθλητική ψυχολογία ο αθλητής μπορεί να αναγνωρίσει σε συνθήκες ηρεμίας πως τον επηρεάζουν θετικά και αρνητικά στοιχεία και να επαναπροσδιορίσει τις αντιδράσεις και την τακτική του.

Εναλλακτικά, στα τελευταία στάδια μπορεί να θέσει ο αθλητής ένα στόχο επί της διεργασίας για να διατηρήσει την προσπάθεια, τη δυσφορία και να βελτιστοποιήσει το ρυθμό.

Pacing – Αυτορρύθμιση συντονίζοντας τη σκέψη, το σώμα και το ρυθμό

Σε αυτήν την εκτενή αναφορά σχετικά με την ψυχολογική επίδραση σε αθλήματα αντοχής δεν μπορούμε να παραλείψουμε το “pacing” που σχετίζεται με το σχεδιασμό ενός πλάνου αλλά και με την αυτό-διαχείριση του ρυθμού, που θα ακολουθήσει ο αθλητής σε έναν αγώνα.

Φυσικά, υπάρχουν πολλά σημεία ενδιαφέροντος για την αθλητική ψυχολογία σε αυτήν την στρατηγική, όπως η αντίληψη που έχει ο αθλητής για την προσπάθεια (Hampson et al., 2001- Marcora, 2009- Venhorst et al., 2018), οι προηγούμενες εμπειρίες του αθλητή (Micklewright et al., 2010), η λήψη αποφάσεων και η πρόσληψη και αξιοποίηση πληροφοριών (Boya κ.ά., 2017) (Micklewright et al., 2017- Renfree κ.ά., 2014).

Φυσικά σε αυτά δεν μπορούμε να αφήσουμε εκτός θέματα όπως η οπτική αντίληψη (Parry κ.ά., 2013), το συναίσθημα (Baron κ.ά., 2011- Lane & Wilson, 2011), χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (Micklewright κ.ά., 2015) και οι συμπεριφορές των ανταγωνιστών (Corbett κ.ά., 2012).

Συνήθως, μια στρατηγική ρυθμού (pacing) που εξοικονομεί ενέργεια είναι πιο αποτελεσματική στην αντοχή (Abbiss & Laursen, 2008- St Clair Gibson et al., 2006). Φαίνεται επίσης πως εάν ο ρυθμός είναι συντηρητικός, τότε ένας αθλητής έχει λιγότερες πιθανότητες να αντιληφθεί ότι χρειάζεται να προσπαθήσει κοντά στο μέγιστο και έτσι είναι πιο πιθανό να αποφύγει να βιώσει σκέψεις για διακοπή από τα πρώτα στάδια της διαδρομής(Brick et al., 2020; Deaner et al., 2015).

Υπάρχει γενικά η στρατηγική κατανόηση, που προτρέπει σε μια αργή εκκίνηση και σταδιακή αύξηση της ταχύτητας. Φαίνεται μια λογική πρόταση, κάπως πιο εργονομική και λιγότερο επικίνδυνη προσέγγιση για τη διαμόρφωση του ρυθμού σε ένα αγώνισμα αντοχής, αλλά πιθανότατα δεν παράγει τις καλύτερες επιδόσεις (Thompson et al., 2003).

Στον αντίποδα, έχουμε τη χρήση στρατηγικών γρήγορης εκκίνησης, που μπορεί να εξαντλήσουν τα μεταβολικά αποθέματα πολύ νωρίς (Thompson et al., 2003), είναι σπάνια επιτυχής (Abbiss & Laursen, 2008- de Koning et al., 2011) και συνήθως σχετίζεται με την έλλειψη εμπειρίας είτε άστοχους μηχανισμούς πρόβλεψης (Micklewright et al., 2012).

Τελικά, μια μικτή στρατηγική, που περιλαμβάνει μέτρια ταχύτητα εκκίνησης, πιο αργό μεσαίο τμήμα και γρήγορο τερματισμό, οδηγεί συχνά σε ταχύτερη διαδρομή σε αγώνες αντοχής (Abbiss & Laursen, 2008).

Σε αυτήν την περίπτωση αυτό που χρειάζεται από τους αθλητές είναι να μπορούν να αποφασίσουν, ποια είναι μια ανεκτή ταχύτητα εκκίνησης χωρίς αυτό να φέρει σε κίνδυνο τη συνολική απόδοση (Micklewright et al., 2015).

Άλλωστε, αυτή η ευαισθησία στην αντίληψη της κατάστασης του σώματος και του νου και η προσαρμογή του δυναμικού ενέργειας του αθλητή μαζί με την προσήλωση στο στόχο και το σεβασμό των ορίων  είναι που καθορίζουν την τελική επίδοση.

 

* To παρόν άρθρο αποτελεί μια προσαρμοσμένη απόδοση στην ελληνική γλώσσα  από τα πρωτότυπο άρθρο: Psychological strategies to resist slowing down or stopping during endurance activity: An expert opinion paper | BPS - British Psychological Society
C. Meijen, N E. Brick, A. McCormick, A. M. Lane, D C. Marchant, S. M. Marcora, D. Micklewright & D. T. Robinson.

Σημείωση: Η προσπάθεια να ξεπεραστούν οι σκέψεις περί επιβράδυνσης ή διακοπής κατά τη διάρκεια αθλητικής αντοχής μπορεί να απειλήσουν την ασφάλεια των συμμετεχόντων.
Παρακάτω παρατίθεται μερικά βασικά σημεία που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή : Μυοσκελετικές κακώσεις, Πονοκέφαλος και Ραβδομιόλυση, Καρδιαγγειακά Συμβάντα.

 **Ασφάλεια των Ψυχολογικών Στρατηγικών**: Το άρθρο περιγράφει ψυχολογικές στρατηγικές για τη διαχείριση των σκέψεων περί επιβράδυνσης ή διακοπής κατά τη διάρκεια αθλητικής αντοχής. Ενώ αυτές οι στρατηγικές είναι γενικά ασφαλείς και έχουν μελετηθεί σε ελεγχόμενα πειράματα με υγιείς

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Μιχάλης Χαντζής

michail chatzisΣύμβουλος Αθλητικής Ψυχολογίας - Ψυχικής Υγείας & Ασκησης. Bsc Sport Science., Msc Sport Exercise Psychology, British Psychological Society Graduate Member.