Ακρόαση άρθρου......

Έχει υποστηριχθεί ότι η θεραπευτική σχέση είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες στην ψυχοθεραπεία. Επί του παρόντος, η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία και η αξία της θεραπευτικής σχέσης λαμβάνουν ολοένα και περισσότερη προσοχή στη βιβλιογραφία και στην έρευνα.

Υπάρχει όμως χώρος για τη θεραπευτική σχέση στη γνωστική συμπεριφορική θεραπευτική προσέγγιση;

Η θεραπεία και η σχέση

Αρκετοί θεωρητικοί πότε χρησιμοποιούν τον όρο «θεραπευτική σχέση» και πότε τον όρο «θεραπευτική συμμαχία». Ο Bordin (1994) διαφοροποιεί τη θεραπευτική σχέση από τη θεραπευτική συμμαχία, περιγράφοντας τη δεύτερη ορολογία ως μία σχέση μέσα στην οποία τόσο ο θεραπευτής όσο και ο ασθενής συνεργάζονται για τη θεραπευτική διαδικασία.

Τόσο ο θεραπευτής όσο και ο πελάτης έχουν να κάνουν πολύτιμες παρεμβάσεις στη θεραπευτική διαδικασία και η σχέση θεωρείται ως συνεργατική καθώς και οι δύο εργάζονται από κοινού για την επίτευξη των στόχων του πελάτη. Ο Bordin (1994) διαλύει με αυτόν τον τρόπο την εικόνα του θεραπευτή ως μάγου και υποστηρίζει τη χρήση της θεραπευτικής συμμαχίας.

Αρκετοί είναι εκείνοι που συμφωνούν με τον Hobson (1985) ο οποίος αναφέρει ότι η θεραπευτική σχέση είναι στοιχείο ζωτικής σημασίας για οποιαδήποτε θεραπεία.

Ο Yalom και ο Leszcz (2005) υποστηρίζουν ότι η σχέση είναι αναπόσπαστο κομμάτι κάθε θεραπείας, αν αυτή πρόκειται να είναι αποτελεσματική και ουσιαστική για τους πελάτες. Συζητώντας τη θεραπευτική σχέση, ο Kahn (1997) αντικατοπτρίζει τα λόγια ενός από τους δασκάλους του πάνω από 30 χρόνια πριν, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι «Η σχέση είναι η θεραπεία».

Ο Reisner (2005) επισημαίνει ότι ο θεραπευτής είναι ο καίριος εκείνος παράγοντας που θα προσδιορίσει το αποτέλεσμα της θεραπείας και ότι η ισχυρή συμμαχία που διαμορφώνεται ανάμεσα σε αυτόν και τον πελάτη αποτελεί ισχυρό δείκτη ότι η θεραπεία θα αποφέρει καρπούς.

Ο Teyber (2006) υποστηρίζει ότι ο σχηματισμός μίας ισχυρής θεραπευτικής σχέσης από τα πρώιμα στάδια της θεραπείας είναι ο καλύτερος προγνωστικός δείκτης θετικών θεραπευτικών αποτελεσμάτων και ότι η σχέση είναι το θεμέλιο της αλλαγής για τον πελάτη.

Η λίστα των ειδικών που υποστηρίζουν παρόμοιες απόψεις δεν τελειώνει εδώ. Ο Garfield (1997) υπογραμμίζει ότι υπάρχουν κοινοί παράγοντες που είναι σημαντικοί για τις περισσότερες θεραπείες και ότι ένας από αυτούς είναι η θεραπευτική σχέση.

4ος Κύκλος Αυτροβελτίωσης από το PSYCHOLOGY.GR
3 Ημέρες, 6 διαδικτυακά βιωματικά εργαστήρια. Γενική είσοδος: 25 ευρώ, για εγγραφές έως 31 Μαρτίου 2024

Θεωρείται, μάλιστα, ότι είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες και αντιμετωπίζεται ως στοιχείο ζωτικής σημασίας που μπορεί να εξασφαλίσει τη συνέχεια και την αλλαγή μέσα στη θεραπευτική διαδικασία.

Η θεραπευτική σχέση ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη θεραπεία του πελάτη

Κάποιες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις ακολουθούν την άποψη ότι η θεραπευτική σχέση είναι επαρκής από μόνη της και ότι είναι το μόνο στοιχείο που χρειάζεται η όλη θεραπεία. Από την άλλη όμως, ο Garfield (1997) αναφέρει ότι, πέρα από την απαραίτητη διαμόρφωση θεραπευτικής σχέσης, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που πρέπει να εφαρμοστούν για να οδηγηθούμε σε θετικά αποτελέσματα.

Όπως αποκάλυψε ο Lambert (1992), η θεραπευτική σχέση ευθύνεται για το 30% των θετικών αποτελεσμάτων που διαπιστώνονται στη θεραπευτική διαδικασία. Ο Duncan (2002) τονίζει ότι οι θεραπευτές δίνουν μεγάλη έμφαση στα μέσα και στις τεχνικές, ενώ το στοιχείο κλειδί για την επίτευξη θετικών θεραπευτικών αποτελεσμάτων είναι το πώς αντιλαμβάνεται ο πελάτης τη θεραπευτική σχέση.

Γνωστική συμπεριφορική θεραπεία και θεραπευτική σχέση.

Μία από τις σημαντικότερες επικρίσεις που έχει δεχθεί η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (ΓΣΘ), όπως τονίζουν οι Sanders and Wills (1999), είναι ότι δίνει ελάχιστη προσοχή σε έναν από τους σημαντικότερους ακρογωνιαίους λίθους της θεραπείας.

Στη ΓΣΘ, η θεραπευτική σχέση φαίνεται να χρησιμοποιείται ως ένα είδος «δοχείου» όπου μπορούν να αντιμετωπιστούν διάφορα ζητήματα του θεραπευτή και του πελάτη και ότι μόνο τότε μπορεί να ξεκινήσει η πραγματική δουλειά, μέσα από τη χρήση διάφορων τεχνικών. Δεν είναι λίγοι οι θεραπευτές που ενώ αρχικά βρίσκουν ενδιαφέρουσα τη ΓΣΘ συνήθως στην πορεία χάνουν το ενδιαφέρον τους εξαιτίας της έλλειψης προσοχής στη θεραπευτική σχέση (Sanders και Wills, 1999).

Άστο γι’ αύριο! Ξεπερνώντας την αναβλητικότητα στο χώρο εργασίας
Το διαδικτυακό σεμινάριο διοργανώνεται από το PSYCHOLOGY.GR, με εισηγήτρια την ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια, Άρτεμις Αντωνίου.

Εξετάζοντας τη μορφή της ΓΣΘ μέσα στο χρόνο, διαπιστώνεται ότι η αξία της θεραπευτικής σχέσης δεν θεωρήθηκε ως σημαντικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την αλλαγή (Giovazolias,2004). Η σημασία δινόταν στην τεχνική.

Η θεραπευτική σχέση αντιλαμβανόταν ως υποπροϊόν που απλώς υπήρχε ως μέρος της διαδικασίας· η τεχνική αποτελούσε το σημαντικότερο τμήμα της θεραπείας, εστιάζοντας στην αναδιάρθρωση αυτόματων σκέψεων και δυσλειτουργικών πεποιθήσεων. Την όλη αυτή διαδικασία, μάλιστα, έπρεπε να την διεκπεραιώσει ο πελάτης μόνος του. Οι Beck, Rush, Shaw, και Emery (1979) επέστησαν την προσοχή στα θεραπευτικά χαρακτηριστικά της ζεστασιάς, της γνησιότητας και της επακριβούς ευνσυναίσθησης και στον τρόπο με τον οποίο αυτά τα χαρακτηριστικά καθίστανται αναγκαία, χωρίς όμως να επαρκούν από μόνα τους, για τη θετική αλλαγή στη θεραπεία.

Οι θεραπευτικές ιδιότητες θεωρούνται ως το μέσο που εξασφαλίζει τον απαραίτητο χώρο για την εφαρμογή τεχνικών γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας. Η προσέγγιση αυτή ήταν που κατέστησε σαφές ότι το πλαίσιο της ΓΣΘ δεν υπολογίζει τη θεραπευτική σχέση ως παράγοντα πρωταρχικής σημασίας.   

Επί του παρόντος, δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στη θεραπευτική σχέση από την πλευρά της ΓΣΘ· μπορεί να μην θεωρείται ως προϋπόθεση για την τεχνική, αλλά κυριαρχεί η άποψη ότι η χρήση τόσο τεχνικών όσο και διαπροσωπικών παραγόντων δύναται να οδηγήσει προς μία θετική έκβαση (Giovazolias, 2004). Σύμφωνα με τον Leahy (2008), η ΓΣΘ προτάσσει τη ζωτική σημασία που έχουν οι θεραπευτικές εργασίες, όπως η εργασία στο εδώ και το τώρα, ο εξορθολογισμός, η συμπεριφορική ενεργοποίηση και η επίλυση των προβλημάτων, στοιχείο που τη διαφοροποιεί από την ψυχοδυναμική θεραπεία.

Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία θεωρείται ως μία δομημένη διαδικασία όπου οι συνεδρίες συνήθως ξεκινούν με την αναφορά στις εργασίες της προηγούμενης συνεδρίας που έπρεπε να φέρει εις πέρας ο πελάτης στο σπίτι (Beck, 2011). Η δομή και η κατεύθυνση αυτή μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με την τακτική του πελάτη να ακολουθεί στρατηγικές που τον εμποδίζουν να αναλάβει δράση, όπως η αποφυγή, η αναβλητικότητα, η απόδοση κατηγοριών, η επιδίωξη διασφάλισης και η παρεκτροπή από τις συμπεριφορές ασφάλειας (Leahy, 2008).

Στο παρελθόν, συμπεριφορές όπως οι παραπάνω, αναφέρονταν σε συνάρτηση με την ψυχοδυναμική και άλλες θεραπείες και καταλογιζόταν στη ΓΣΘ ότι δεν καλλιεργούσε τον απαραίτητο χώρο για αυτές στο θεραπευτικό πλαίσιο. Ωστόσο, ο Leahy (2008) αναφέρει ότι η σχέση μεταξύ θεραπευτή και πελάτη δύναται να ρίξει φως στον τρόπο με τον οποίο ο πελάτης λειτουργεί σε άλλες σχέσεις.

Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία Κατάθλιψης και Θεραπευτική σχέση

Ο Whisman (1993) κάνει λόγο για πέντε μελέτες που εξέτασαν τη θεραπευτική σχέση ως συντονιστή αλλαγής στην κατάθλιψη μέσα από τη γνωστική συμπεριφορική προσέγγιση.

Τρεις εκ των μελετών, διαπίστωσαν ότι η θεραπευτική σχέση είναι εν μέρει σημαντική για τη θετική έκβαση της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, ενώ οι άλλες δύο θεώρησαν τη θεραπευτική σχέση ότι δεν είναι σημαντική για τη θετική έκβαση της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας.

Σε μία προσπάθεια εξαγωγής σχετικών συμπερασμάτων, ο Whisman (1993) υποστηρίζει ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα σχετικά με τη σημασία της θεραπευτικής σχέσης στο πλαίσιο της γνωστικής συμπεριφορικής προσέγγισης, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν τον καθοριστικό της ρόλο στην επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων με την έκβαση της θεραπευτικής διαδικασίας, πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί παράγοντα που συνεισφέρει εν γένει στη θεραπεία.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που χρησιμοποιεί η ΓΣΘ όταν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατάθλιψης για τους οποίους συχνά έχει υποστηριχθεί ότι είναι εξίσου σημαντικοί με τη θεραπευτική σχέση, ωστόσο τις περισσότερες φορές η τεχνική παρερμηνεύεται ως το μόνο μέσο της θεραπείας (Westbrook, Kennerley και Kirk, 2008).

Ο Leahy (2008) εξηγεί πως οι άνθρωποι συνήθως έχουν την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η θεραπευτική σχέση δεν αποτελεί στόχο της θεραπείας διότι κατά την εκπαίδευση για την εφαρμογή της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας η έμφαση δίνεται στην τεχνική, η οποία λανθασμένα υπολογίζεται ως επαρκές στοιχείο για την επίτευξη της αλλαγής.  

Σύμφωνα με τους Belsher and Wilkes (1994), οι αρχάριοι θεραπευτές στο πεδίο της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας συχνά επικεντρώνονται στην τεχνική και ξεχνούν να εξετάσουν τις θεραπευτικές αρχές.

Η θεραπευτική σχέση θεωρείται ουσιαστικό μέρος της θεραπείας, ωστόσο η γνωστική συμπεριφορική προσέγγιση διαθέτει ελάχιστες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με αυτό το σημαντικό συστατικό στοιχείο της θεραπευτικής διαδικασίας (Wright και Davis, 1994).

Οι Wright και Davis (1994) υποστηρίζουν ότι τα προγράμματα κατάρτισης γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας πρέπει να περιλαμβάνουν εντατική εποπτεία της θεραπευτικής σχέσης και των σχεσιακών θεμάτων. Προς αυτή την κατεύθυνση προσανατολίζονται και οι Addis, Wade, και Hatgis (1999), καθώς υποστηρίζουν ότι τα προγράμματα κατάρτισης και οι ερευνητές που ασχολούνται με τέτοιας φύσεως θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η ΓΣΘ, πρέπει να εστιάσουν περισσότερο στην αξία της θεραπευτικής σχέσης ώστε να αντιμετωπιστεί η άποψη ότι αυτές οι προσεγγίσεις μετατρέπουν τους θεραπευτές σε τεχνικούς του είδους, παρά σε αυθεντικούς ανθρώπους.

Ο Beck υπογραμμίζει τη σημασία μίας ζεστής θεραπευτικής σχέσης, παρά την εσφαλμένη εντύπωση που θέλει τους θεραπευτές που χρησιμοποιούν τη ΓΣΘ να είναι ψυχροί και να δρουν με μηχανικό τρόπο.


Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο: The European Journal of Counselling Psychology, 2017

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Έλλη Γκαλτέμη
Συνεργάτιδα του psychology.gr
Συγγραφή άρθρων, μετάφραση και απόδοση ξενόγλωσσων επιστημονικών άρθρων.