Ακρόαση άρθρου......

Μια σημαντική μερίδα ερευνών έχει καταδείξει μια σειρά από παράγοντες επικινδυνότητας για τις διατροφικές διαταραχές σε εφήβους, δηλαδή συγκεκριμένα γενετικά και περιβαλλοντικά ίχνη που φαίνεται να συνιστούν μια απαραίτητη, σίγουρα όμως όχι επαρκή, συνθήκη για την γέννηση των διατροφικών διαταραχών.

Έτσι, για παράδειγμα, η ψυχογενής ανορεξία στην εφηβεία έχει συνδεθεί με συγκεκριμένα στοιχεία προσωπικότητας, σε σημαντικό βαθμό γενετικά καθοριζόμενα, όπως χαμηλά επίπεδα αναζήτησης της καινοτομίας, ακαμψία, επιμονή, τελειοθηρία, εξάρτηση από τις υψηλές αμοιβές, τάση αποφυγής της βλάβης, ιδεοψυχαναγκαστικά /καταναγκαστικά και αγχώδη στοιχεία.

Από την άλλη πλευρά, τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας των εφήβων με βουλιμία είναι πιο ετερογενή και μπορεί να περιλαμβάνουν ορισμένα από τα προαναφερόμενα της ανορεξίας (ιδεοψυχαναγκαστικά στοιχεία, τελειομανία) καθώς επίσης και παρορμητικότητα, συναισθηματική αστάθεια, δυσφορία.

Παράγοντες κινδύνου για την εφηβική ανορεξία

Επίσης, ως σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για την εφηβική ανορεξία επισημαίνονται τα χαμηλά επίπεδα γονεϊκής στοργής, επικοινωνίας και χρόνου με το έφηβο παιδί, μια τραυματική εμπειρία ή ένα άλυτο πένθος είτε του ανορεκτικού εφήβου είτε των γονιών του, το απορριπτικό μοτίβο σχέσης ανάμεσα στον/στην έφηβο με ανορεξία και στους γονείς του/της (κατά κύριο λόγο την μητέρα) ή ένα υπερπροστατευτικό και υπερβολικά ανήσυχο στυλ γονικής φροντίδας, ένα ιστορικό διατροφικών διαταραχών στους γονείς, συνηθέστερα μια ανορεκτική μητέρα που την απασχολεί ιδιαίτερα η εικόνα του σώματός της και κατ’ επέκταση οι συνήθειες διατροφής του βρέφους της αρχικά και έφηβου παιδιού της στη συνέχεια, πάνω στις οποίες ασκεί σημαντικά μεγάλο έλεγχο, με αποτέλεσμα το παιδί να αρχίσει να εκδηλώνει έντονο αρνητικό συναίσθημα στο φαγητό και να κάνει λιγότερα γεύματα (Schmidt, 2003. Steiner, Kwan, Shaffer, Walker, Miller, Sagar & Lock, 2003).

Παράγοντες κινδύνου για την εφηβική βουλιμία

Από την άλλη, ως σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την βουλιμία στην εφηβεία οι έρευνες σημειώνουν τη σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία, την ύπαρξη ψυχιατρικού ιστορικού στους γονείς, τις συμπεριφορές κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων τροφής, την παρορμητικότητα και άλλες μορφές αυτό-καταστροφικής συμπεριφοράς.

Μάλιστα, τρεις βασικοί κοινοί παράγοντες κινδύνου σε όλους τους τύπους των εφηβικών διατροφικών διαταραχών γενικά είναι:

  • οι υπερτιμημένες ιδέες για την αξία της προσωπικής εμφάνισης, του βάρους και του σχήματος του σώματος,
  • η χαμηλή αυτοεκτίμηση και
  • η αναπτυξιακή φάση της ήβης (ειδικά για τα κορίτσια).

Όσον αφορά τις υπερτιμημένες ιδέες, αυτές φαίνεται να μεσολαβούν τη σχέση ανάμεσα στην χαμηλή αυτοεκτίμηση και τις διαταραγμένες συνήθειες διατροφής. Αναφορικά με την περίοδο της ήβης ως παράγοντα κινδύνου, γενικά πριν την έναρξη της συγκεκριμένης περιόδου, η εικόνα και το βάρος του σώματος δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τα κορίτσια.

Καθώς, όμως, τα κορίτσια εισέρχονται στην ήβη και το φυσιολογικό σωματικό λίπος αρχίζει να συσσωρεύεται στο σταδιακά αναπτυσσόμενο γυναικείο σώμα, τα κορίτσια έρχονται αντιμέτωπα με την προοπτική της κοινωνικά κατασκευασμένης-μέσα από τα ΜΜΕ- άποψης της δυτικής κουλτούρας (μία δυτική πολιτισμική άποψη που από μόνη της θεωρείται ότι αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα κινδύνου) ότι το ιδανικό γυναικείο σώμα οφείλει να είναι αδύνατο, ισχνό.

Αν το δικό τους σώμα δεν ταιριάζει σε αυτό το ιδανικό γυναικείο πρότυπο, τότε τα κορίτσια καλούνται άμεσα να αντιμετωπίσουν την αρνητική εικόνα του δικού τους σώματος. Αυτή, όμως, η αρνητική εικόνα του σώματος σχηματίζεται σε μια κρίσιμη και ευαίσθητη αναπτυξιακά περίοδο κατά την οποία επισυμβαίνουν παράλληλα και ταυτόχρονα πολλές ψυχοκοινωνικές αλλαγές: η γονεϊκή επιρροή μειώνεται, η επίδραση της ομάδας των συνομηλίκων αυξάνεται και οι σχέσεις μαζί τους αποκτούν μεγάλη σημασία, η βαθμίδα της σχολικής εκπαίδευσης αλλάζει.

Ζητήματα Ηθικής και Δεοντολογίας στην Άσκηση της Ψυχοθεραπείας
Κύκλος Σεμιναρίων για Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας | Γενική είσοδος: 35 ευρώ

Θεματικές Ενότητες: Διπλές σχέσεις θεραπευτή – θεραπευόμενου | Ψυχική ανθεκτικότητα του θεραπευτή | Υπέρβαση – παραβίαση ορίων στην ψυχοθεραπευτική σχέση | Ειδικές προκλήσεις στην ψυχοθεραπεία | Ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας | Διαχείριση εξω-θεραπευτικών πληροφοριών | Διατήρηση και άρση του απορρήτου

Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το κρίσιμο αναπτυξιακά παράθυρο χρόνου, ο σχηματισμός μιας αρνητικής εικόνας για το σώμα μπορεί να αυξήσει ουσιαστικά τον κίνδυνο μιας διατροφικής διαταραχής με έναν τρόπο που δεν θα γινόταν σε οποιαδήποτε άλλη αναπτυξιακή περίοδο (Rodgers & Chabrol, 2009. Schmidt, 2003. Steiner, Kwan, Shaffer, Walker, Miller, Sagar & Lock, 2003).    

Τρεις είναι οι κύριες πηγές πίεσης για έναν έφηβο που μπορούν να διαμορφώσουν ή να επιτείνουν τις ανησυχίες για το βάρος του σώματος.

  • Η ομάδα των συνομήλικων,
  • τα ΜΜΕ 
  • οι ίδιοι οι γονείς.

Η δύναμη της ομάδας των συνομηλίκων στην εφηβική ηλικία είναι προφανής. Όσον αφορά τα ΜΜΕ –internet, τηλεόραση, περιοδικά- αυτά γίνονται φορείς μετάδοσης των ιδανικών για την γυναικεία ομορφιά και ελκυστικότητα, όπως ένα καλλίγραμμο αδύνατο και συχνά αποστεωμένο σώμα, τα οποία προσδιορίζονται από τις δυτικές κοινωνικοπολιτισμικές αξίες. Τα παιδιά με την ικανότητα μίμησης που τα χαρακτηρίζει, αρχίζουν να μιμούνται τα προβαλλόμενα πρότυπα ομορφιάς και σταδιακά να τα εσωτερικεύουν και σε γνωστικό αρχικά και σε συμπεριφορικό στη συνέχεια επίπεδο.

Αυτές οι κοινωνικά κατασκευσμένες και πλέον εσωτερικευμένες ιδέες υπερτίμησης της αξίας ενός διαστρεβλωμένου προτύπου γυναικείας ομορφιάς λειτουργούν κατόπιν ως ένας διαμεσολαβητικός παράγοντας της σχέσης ανάμεσα στο χρόνο έκθεσης στα ΜΜΕ και στην μετέπειτα ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών. Αναφέρω “μετέπειτα χρονικά ανάπτυξη” διότι οι προαναφερόμενες ιδέες στην παιδική ηλικία δεν οδηγούν άμεσα στην έναρξη δίαιτας με στόχο την απόκτηση ενός αδύνατου “παιδικού σώματος”, αλλά μεσοπρόθεσμα στη περίοδο της εφηβείας, που το παιδικό σώμα αρχίζει σταδιακά να αντικαθίσταται από ένα σώμα με πιο εμφανή πλέον τα στοιχεία της θηλυκότητας.

Αυτό το σώμα θα αποτελέσει τον στόχο της δίαιτας για να επιτευχθεί ο πιο κοντινός χρονικά (σε σχέση με την παιδική ηλικία) στόχος ενός αδύνατου γυναικείου πλέον σώματος, που αρχίζει να διαμορφώνεται καθώς η έφηβη προχωρά προς την ενηλικίωση, διότι αυτό είναι το προβαλλόμενο πολιτισμικά καθορισμένο πρότυπο: ένα λεπτό γυναικείο (όχι λεπτό παιδικό) σώμα. Είναι ενδιαφέρον, βέβαια, ότι αυτή η θεωρητική και ερευνητικά αποδεδειγμένη εξήγηση εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση των έφηβων κοριτσιών και όχι αγοριών, δεδομένου ότι στα ΜΜΕ η θηλυκή και όχι η αρσενική είναι η φιγούρα που κυριαρχεί –καθώς γενικότερα το πολιτισμικό πλαίσιο τείνει να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην εμφάνιση των γυναικών παρά των ανδρών- οπότε παρέχονται για τα κορίτσια εκ των πραγμάτων περισσότερες ευκαιρίες μίμησης αφενός. Αφετέρου, μολονότι τα προβαλλόμενα πρότυπα γυναικείας ομορφιάς ενθαρρύνουν τα κορίτσια να υιοθετήσουν στρατηγικές απώλειας βάρους, τα προβαλλόμενα στα ΜΜΕ πρότυπα ανδρικής ομορφιάς ενθαρρύνουν τα αγόρια να υιοθετήσουν στρατηγικές αύξησης της μυϊκής μάζας, κάτι που συνδέεται με την πρόσληψη και όχι απώλεια βάρους (Moriarty & Harrison, 2008. Rodgers & Chabrol, 2009).

Τι να ΜΗΝ περιμένω από την ψυχοθεραπεία μου;
3ωρο Online βιωματικό εργαστήριο του PSYCHOLOGY.GR

Θεματικές Ενότητες: Τι είναι για μένα η ψυχοθεραπεία, τι περιμένω από αυτήν τη διαδικασία; | Τι περιμένω από τον ψυχοθεραπευτή μου; | Ποια είναι τα όριά της ψυχοθεραπείας; | Πώς αντιλαμβάνομαι αν με ωφελεί ή αν τη χρησιμοποιώ ως άλλοθι για να μένω στην ουσία στάσιμος;

Όσον αφορά την γονεϊκή πηγή άσκησης πίεσης στους εφήβους σε ζητήματα βάρους, υπάρχει κατ’ αρχήν η θεωρητική εξήγηση ότι οι έφηβοι μιμούνται τις δυσπροσαρμοστικές γονικές απόψεις για την ομορφιά, την εξωτερική εμφάνιση, την εικόνα και το βάρος του σώματος καθώς και τις αντίστοιχες γονικές διατροφικές συνήθειες που κυριαρχούν μέσα σε ένα γενικότερα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον.

Για παράδειγμα, οι έρευνες δείχνουν ότι τα υψηλά επίπεδα απογοήτευσης της μητέρας σε σχέση με το βάρος του σώματός της και οι πρακτικές δίαιτας που ακολουθεί συνδέονται με παρόμοια αρνητικές απόψεις της κόρης για την εικόνα του δικού της σώματος καθώς και με δικές της περιοριστικές συμπεριφορές πρόσληψης τροφής. Οι δυσπροσαρμοστικές απόψεις και συμπεριφορές των γονέων σε σχέση με το βάρος του σώματος και το φαγητό μπορούν να αποτελέσουν, όχι μόνο παθητικό παράγοντας επιρροής, καθώς όπως επισημάναμε γίνονται αντικείμενο μίμησης από τους εφήβους, αλλά και απόλυτα ενεργό παράγοντα άσκησης πίεσης, καθώς οι γονικές αυτές στάσεις μεταφέρονται άμεσα από τους ίδιους τους γονείς στα έφηβα παιδιά τους μέσα από λεκτικά μηνύματα, με την μορφή πειραγμάτων ή ευθείας κριτικής και της ενθάρρυνσης για απώλεια ή επισταμένο έλεγχο του βάρους (Rodgers & Chabrol, 2009. Steiner, Kwan, Shaffer, Walker, Miller, Sagar & Lock, 2003).

Επίσης, σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών στην εφηβεία φαίνεται να αποτελούν συγκεκριμένες κατηγορίες αθλητικών δραστηριοτήτων, όπως το μπαλέτο για τα κορίτσια και το τρέξιμο, η κολύμβηση, το bodybuilding για τα αγόρια, γενικότερα δραστηριότητες που δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην εικόνα και το βάρος του σώματος, προϋποθέτουν χαμηλό βάρος σώματος και χαμηλά ποσοστά σωματικού λίπους και απαιτούν συνεχή έλεγχο βάρους, ενώ ορισμένες μάλιστα περιλαμβάνουν ταξινομήσεις με κριτήριο το βάρος του αθλητή.

Έτσι, οι νεαροί αθλητές και αθλήτριες υιοθετούν ένα συγκεκριμένο σύστημα πεποιθήσεων για την αξία της εικόνας του σώματος, το οποίο συχνά προάγεται και από τους ίδιους τους δασκάλους χορού/προπονητές, το οποίο τελικά οδηγεί τον/την έφηβο/η να εμπλακεί σε δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές διατροφής –ανορεκτικές/βουλιμικές- σε μια προσπάθεια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αθλήματος/χορού που υπηρετεί και να αυξήσει τις πιθανότητες διάκρισής του, οι οποίες, όμως,  συμπεριφορές θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την φυσική του υγεία (Eliot & Baker, 2001. Ray, 2004. Steiner, Kwan, Shaffer, Walker, Miller, Sagar & Lock, 2003).

Τέλος, ειδικά μόνο για τα αγόρια, παρατηρείται μια επικράτηση των διατροφικών διαταραχών ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους εφηβικούς πληθυσμούς, όπου ενδεχόμενα η πίεση για φυσική ελκυστικότητα είναι μεγαλύτερη,  ή  πληθυσμούς εφήβων που βιώνουν  σύγκρουση στη διαμόρφωση της σεξουαλικής τους ταυτότητας (Eliot & Baker, 2001. Ray, 2004).

Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι η αυτόνομη ύπαρξη των προαναφερόμενων παραγόντων δεν συνεπάγεται από μόνη της την γέννηση οποιασδήποτε διατροφικής διαταραχής, απλώς μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες εμφάνισής της. Οι διατροφικές διαταραχές απαιτούν έναν συνδυασμό συγκεκριμένων βιολογικών ευαλωτήτων (π.χ., όπως είδαμε, συγκεκριμένα –σε μεγάλο ποσοστό γενετικά καθοριζόμενα- στοιχεία προσωπικότητας), τα οποία, όμως, με τη σειρά τους προϋποθέτουν ένα συγκεκριμένο ψυχοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αποκρυσταλλώνονται σε περίπλοκα διατροφικά σύνδρομα, που στην πραγματικότητα είναι ψυχοσωματικής και συναισθηματικής φύσεως και όχι διατροφικής.

Στάσεις, πεποιθήσεις και κίνητρα για το φαγητό, την εικόνα του σώματος και την αξία της εμφάνισης γενικότερα πυροδοτούν συγκεκριμένες διαιτητικές πρακτικές, οι οποίες καταλήγουν σε σοβαρές βιολογικές αλλαγές, που με τη σειρά τους ενισχύουν τη συντήρηση των δυσπροσαρμοστικών στάσεων και πεποιθήσεων. Η αιτιοπαθογένεια, επομένως, των διατροφικών διαταραχών συνιστά μια πολύπλοκη συνεχώς επανατροφοδοτούμενη κυκλική διαδικασία (Lock & Fitzpatrick, 2009. Steiner, Kwan, Shaffer, Walker, Miller, Sagar & Lock, 2003).


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Eliot, A.O., & Baker, C.W. (2001). Eating Disordered Adolescent Males. Adolescence, 36, 535-543.
2. Lock, J., & Fitzpatrick, K.K. (2009). Advances in Psychotherapy or Children and Adolescents with Eating Disorders. American Journal of Psychotherapy, 63, 287-303.
3. Moriarty, C.M., & Harrison, K. (2008). Television Exposure and Disordered Eating Among Children: A Longitudinal Panel Study. Journal of Communication, 58, 361-381. 
4. Ray, S.L. (2004). Eating Disorders in Adolescent Males. Professional School Counseling, 8, 98-101.
5. Rodgers, R., & Chabrol, H. (2009). Parental Attitudes, Body Image Disturbance and Disordered Eating Amongst Adolescents and Young Adults: A Review. European Eating Disorders Review, 17, 137-151.
6. Schmidt, U. (2003). Aetiology of eating disorders in the 21st century: New answers to old questions.  European Child and Adolescent Psychiatry, 12, 30-37.
7. Steiner, H., Kwan, W., Shaffer, T.G., Walker, S., Miller, S., Sagar, A., & Lock, J. (2003). Risk and protective factors for juvenile eating disorders. European Child and Adolescent Psychiatry, 12, 38-46.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Ψυχολόγος, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. (Υπότροφος ΙΚΥ). MSc Αναπτυξιακή/Εξελικτική & Σχολική Ψυχολογία, Α.Π.Θ. (Υπότροφος Ωνάσειου Ιδρύματος). Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Αξιολόγηση & Ψυχοπαιδαγωγική Υποστήριξη Παιδιών με Δυσκολίες Μάθησης & Προσαρμογής (Ειδικές Ανάγκες), Παν/μιο Μακεδονίας. Συστημική Ψυχοθεραπεία, Τραυματοθεραπεία-EMDR