Ακρόαση άρθρου......

Η εφηβική ηλικία αποτελεί το μεταβατικό στάδιο προς την ενηλικίωση. Η μεταβατικότητα αυτή δημιουργεί πολλές αλλαγές τόσο στο αναπτυξιακό, όσο και στο συμπεριφορικό και ψυχοκοινωνικό μοτίβο της προσωπικότητάς τους. Τείνουν να πειραματίζονται σε παραβατικές συμπεριφορές καθώς και στο να «δοκιμάσουν» διάφορες ουσίες.

Οι ριψοκίνδυνες αυτές συμπεριφορές, ως αποτέλεσμα της παρορμητικότητας που διέπει τους εφήβους, καθώς και της ανάγκης τους να κάνουν κάτι το «διαφορετικό» για να ξεχωρίσουν, δείχνουν να αυξάνονται όλο και περισσότερο από γενιά σε γενιά. Φυσικά η τάση για πειραματισμό που μπορεί να οδηγήσει σε  εθιστική συμπεριφορά αποτελεί συνάρτηση των στοιχείων της προσωπικότητάς τους, καθώς και του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος που μεγαλώνουν.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της εφηβικής ηλικίας είναι:

  • Αναζήτηση της ανεξαρτησίας
  • Γονεϊκή Αμφισβήτηση
  • Επιρροή συνομηλίκων
  • Σχέσεις με το άλλο φύλο
  • Προσκόλληση στον παρόντα χρόνο
  • Αδυναμία κατανόησης επιπτώσεων των συμπεριφορών τους στο μέλλον
  • Ριψοκίνδυνες συμπεριφορές-πειραματισμοί
  • Υιοθέτηση «εθιστικών» συμπεριφορών
  • Παρορμητικότητα
  • Έλλειψη κριτικής ικανότητας
  • Χτίζουν τον προσωπικό τους «μύθο» μέσα από την συναναστροφή με τους συνομηλίκους τους.

Τα χαρακτηριστικά αυτή της μετάβασης δημιουργούν ένα μοτίβο για τους σημερινούς εφήβους το οποίο διαμορφώνεται μέσα από την τάση τους να «ενηλικιώνονται» πολύ νωρίς (getting older younger), λόγω των πολλών ερεθισμάτων που δέχονται και από τον φυσικό, αλλά και μέσα από τον διαδικτυακό κόσμο. Ο πειραματισμός λοιπόν σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου όπως το αλκοόλ, η χρήση ουσιών, τα τυχερά παιχνίδια, κλπ, δημιουργούν δυνητικά εξαρτητικές συμπεριφορές και ένα προφίλ εθισμού, το οποίο έχει βλαπτικές συνέπειες όχι μόνο για τον «χρήστη» αλλά και για το οικογενειακό και το κοινωνικό του περιβάλλον.

Οι συμπεριφορές εξάρτησης ουσιών και αλκοόλ, συνήθως συνοδεύονται και από παρακινδυνευμένες σεξουαλικές συνευρέσεις, χωρίς προφυλάξεις, με κίνδυνο μετάδοσης σεξουαλικών μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ), όπως ο ιός του AIDS, HIV και πρόκληση ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Η κοινή χρήση βελόνων οδηγεί επίσης στην μετάδοση του HIV, ηπατίτιδας B και C, κλπ

Οι εξαρτητικές συμπεριφορές μπορεί να οδηγήσουν σε συμπεριφορές αυτοτραυματισμού (cutting) ή σε αυτοκτονικότητα, λόγω της επιρροής των ουσιών αυτών. Ο τζόγος και τα τυχερά παιχνίδια ως ενασχόληση ψυχαγωγίας ειδικά στην εφηβική ηλικία μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την υιοθέτηση συμπεριφορών εθισμού κατά την ενήλικο ζωή.

Τι είναι  ο εθισμός; (ορισμός από το DSMV)

  • Η έντονη ανάγκη και επιθυμία για το αντικείμενο του εθισμού (craving), η οποία μπορεί να είναι ήπια ή έντονη
  • Η απώλεια ελέγχου ως προς τη χρήση του αντικειμένου του εθισμού
  • Συνεχής απασχόληση με το αντικείμενο του εθισμού, παρά τις άσχημες συνέπειες.

Κάθε εθισμός είναι συνδεδεμένος με συγκεκριμένη ουσία ή δραστηριότητα. Ένα αντικείμενο εθισμού έχει την τάση να «αλλοιώνει» την υποκειμενική εμπειρία κάθε ατόμου. 

Τα άτομα τα οποία είναι εξαρτημένα από ουσίες πληρούν τουλάχιστον 3 από τα παρακάτω κριτήρια σε περίοδο 12 μηνών:

  • Μεγαλύτερη ανεκτικότητα –χρήση μεγαλύτερης δόσης για να φτάσουν στο ίδιο επιθυμητό επίπεδο
  • Στερητικό σύμπτωμα: σωματικά συμπτώματα όταν σταματά η χρήση του εθιστικού παράγοντα ή επέρχεται μείωση της δόσης (εφίδρωση, τρέμουλο, ναυτία, έμετος, άγχος, προβλήματα ύπνου)
  • Συνεχής επιθυμία για διακοπή της χρήσης-αυτή επιθυμία πραγματοποιείται χωρίς επιτυχία
  • Έλλειψη ελέγχου όσον αφορά τη χρήση: χρήση μεγαλύτερης ποσότητας ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
  • Μεγαλύτερη εστίαση στην ουσία: κατανάλωση πολύ χρόνου  σκέψης σε σχέση με την ουσία, εστίαση στα σχέδια χρήσης, κάνοντας χρήση και στις επιπτώσεις της χρήσης
  • Λιγότερη εστίαση σε άλλες δραστηριότητες-ενδιαφέροντα: άθληση, χόμπι, κοινωνικές συνευρέσεις με φίλους, οικογένεια, κλπ
  • Αγνόηση δυσκολιών που προκαλούνται κατά τη χρήση: επιδείνωση κοινωνικών δεξιοτήτων, απομόνωση και αποκλεισμός, οικογενειακή δυσχέρεια

Στον αντίποδα του εθισμού έρχεται και ο ορισμός κακής χρήσης και κατάχρησης κάποιου εθιστικού μέσου. Η κακή χρήση είναι η αλλοίωση της πραγματικής χρήσης κάποιου φαρμάκου ή ουσίας ενώ η κατάχρηση είναι η έντονη σχέση του ατόμου με τον εθιστικό παράγοντα και αποτελεί πρόδρομο του εθισμού. Συνήθως τα άτομα με συμπεριφορά κατάχρησης προσπαθούν να ανταπεξέλθουν σε ψυχοκοινωνικά προβλήματα και δυσκολίες ή δυσκολίες της καθημερινότητας.

Τι είναι εξάρτηση και τι ουσιοεξάρτηση;

Με τον όρο εξάρτηση εννοούμε κάθε ψυχική ή/και οργανική εξάρτηση. Η ψυχική εξάρτηση ορίζεται ως μία κατάσταση κατά την οποία το άτομο δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς μία συγκεκριμένη ουσία. Η οργανική εξάρτηση, η οποία και προκαλείται από τις  εξαρτησιογόνες ουσίες και οι οποίες αποτελούν, σε τέτοιο βαθμό, μέρος της λειτουργίας του οργανισμού,  αν κάποιο άτομο τις σταματήσει, τότε , εμφανίζονται σωματικά συμπτώματα –αυτό που ονομάζεται «σύνδρομο στέρησης». Τα συμπτώματα αυτά εξαφανίζονται μόλις κάνει χρήση το άτομο.

Η ουσιοεξάρτηση είναι μία ιδιαίτερη μορφή εξάρτησης , η οποία δεν έχει να κάνει με τις ζωτικές ανάγκες του οργανισμού μας. Είναι μία πλήρης απώλεια ελέγχου χρήσης μίας ουσίας. Όταν λοιπόν παρατηρείται απώλεια ελέγχου και η χρήση μίας ουσίας γίνεται το επίκεντρο της καθημερινότητας, τότε το άτομο αυτό είναι εξαρτημένο είναι πρόκειται για καπνό, αλκοόλ, ηρωίνη, ή άλλες ουσίες.

Παράγοντες ανάπτυξης εθιστικών συμπεριφορών:

Στην εφηβική ηλικία, το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που πειραματίζονται με συμπεριφορές υψηλού κινδύνου δεν έχουν ως τελικό στόχο την πρόκληση εθισμού. Η παγίδα σε αυτές τις συμπεριφορές είναι η ανακούφιση που προσφέρουν, η ευχαρίστηση ή η απουσία του συναισθήματος θλίψης, ή άλλης μορφής δυσαρέσκειας.

Το φύλο, το περιβάλλον και οι διαπροσωπικοί παράγοντες καθορίζουν την τάση ενός ατόμου στην ανάπτυξη συμπεριφορών υψηλού κινδύνου. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα τραυματικά γεγονότα, η ενδοοικογενειακή βία, η παραμέληση, η απόρριψη, αυξάνουν τις πιθανότητες υιοθέτησης συμπεριφορών εθισμού.

Έχει βρεθεί ότι το 65% των ατόμων που έχουν εθισμό στα ναρκωτικά, έχουν κάποια ψυχιατρική διαταραχή, όπως άγχος, κατάθλιψη ή διαταραχή προσωπικότητας. Στην εφηβεία όμως ακόμα και εάν συνυπάρχουν αυτοί οι παράγοντες, οι συνομήλικοι, και η ανάγκη αναγνώρισης μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο ή την οικογένεια, αποτελούν το εφαλτήριο για την υιοθέτηση αυτών των συμπεριφορών.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι έφηβοι κάνουν καπνίζουν ή χρήση χασίς όταν βρίσκονται με συνομηλίκους.  Τα άτομα με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) τείνουν να έχουν μία μεγαλύτερη τάση για την δοκιμασία τέτοιων ριψοκίνδυνων συμπεριφορών, λόγω της αυξημένης παρορμητικότητάς τους και της ανάγκης τους να διαφέρουν. Πιο συγκεκριμένα τα άτομα με ΔΕΠ-Υ έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αρχίσουν το κάπνισμα λόγω της «αρνητικής ενίσχυσης» των συμπτωμάτων ανησυχίας και αυτοελέγχου ου τους προσφέρει η νικοτίνη.

Ως προς τη χρήση κάνναβης τα άτομα με ΔΕΠ-Υ έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να έχουν δοκιμάσει κατά την εφηβική ηλικία, η οποία μαζί με τη χρήση αλκοόλ έρχεται να κατευνάσει τα συμπτώματα ανησυχίας και παρόρμησης. Η κοκαΐνη και οι αμφεταμίνες, παρόλη τη διεγερτική δράση τους χρησιμοποιούνται ως μέσα «αυτοθεραπείας» του ΚΝΣ (Κεντρικού Νευρικού Συστήματος).  Στην θεραπεία της ΔΕΠ-Υ χρησιμοποιούνται είτε διεγερτικά του ΚΝΣ είτε όχι. Στο γενικότερο πλαίσιο, στα άτομα με διαταραχή χρήσης ουσιών, 1 στους 4 έχει διαγνωσθεί με ΔΕΠ-Υ.

 

Βιβλιογραφία

1. Bowman, S., & Randall, K. (2006). See my pain! Creative strategies and activities for helping young people who self-injure (2nd ed.). Chapin, SC: Youth Light inc.
2. Froeschle, J., & Moyer, M. (2004). Just cut it out: Legal and ethical challenges in counseling students who self-mutilate. Professional School Counseling, 7, 231-236.
3. Kanan, L. M., Finger, J., & Plog, A. E. (2008). Self-Injury and Youth: Best
4. Practices in School Intervention. Cherry Creek School District (In press). 
5. Klonsky, E.D. (2007). The functions of deliberate self-injury: A review of the evidence. Clinical Psychology Review, 27, 226-239.
6. Lewis, L.M. (2007). No-harm contracts: a review of what we know. Suicide & Life Threatening Behavior, 37, 50-57.
7. Muehlenkamp, J. J. (2006). Empirically supported treatments and general therapy guidelines for non-suicidal self-injury. Journal of mental health counseling, 28, 166-185.
8. Lieberman, R. (2004, November 7). Understanding and responding to students who self-mutilate. Principal Leadership Magazine, 4, 10-13.
9. «Ξεπερνώντας τον Εθισμό. Η πορεία προς την απεξάρτηση» Ιατρικές εκδόσεις Harvard (ιατρική σχολή του παν/μίου του Harvard)
10. «Έφηβοι: Προβλήματα και ανησυχίες», Φρανσουάζ Ντολτό, Κατρίν Ντολτό-Τόλιτς (Εκδόσεις Πατάκη)
11. «Μεγαλώνοντας Δυνατούς Χαρακτήρες-Πέρα από τις ουσίες»- Ορέστης Γιωτάκος (Ακαδημία Γονέων από την «Κ»)
12. Κοκκέβη, Α., Φωτίου, Α., Ξανθάκη, Μ., Καναβού, Ε., «Εξαρτησιογόνες Ουσίες στην εφηβεία» (ΕΠΙΨΥ 2010)
13. Κοκκέβη, Α., Φωτίου, Α., Σταύρου, Μ., Καναβού, Ε., «Εξαρτησιογόνες Ουσίες στην εφηβεία» (ΕΠΙΨΥ 2015)
14. ΕΠΙΨΥ (2015): Η κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών και των οινοπνευματωδών στην Ελλάδα (ετήσια έκθεση 2014)
15. ΕΠΙΨΥ (2012): Πανελλήνια έκθεση εξαρτησιογόνων ουσιών, στους μαθητές-έρευνα ESPAD 2011. Αθήνα: ΕΠΙΨΥ-ΟΚΑΝΑ
16. WHO (World Helath Organization) 2014-Report on Alcohol and Health 2014

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Ρέα Δουμανά - Σύμβουλος Ψ.Υγείας

Ρέα Δουμανά: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Η Ρέα Δουμανά εξειδικεύτηκε στον τομέα της Ψυχολογίας με τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών Κλινικής Ψυχολογίας σε ενήλικες και εφήβους. Διετέλεσε επιστημονική συνεργάτης στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ.), της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Παν/μίου Αθηνών, του Νοσοκομείου Παίδων «Π. & Α. Κυριακού».